-
1 ἐπιρροή
A afflux, influx,κακαῖς ἐ. ὕδωρ μιαίνων A.Eu. 694
;ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων Id.Ag. 1510
(lyr.);δακρύων ἐπιρροαί E.Fr. 573
; ἐ. αἵματος determination of blood to.., Hp.VC13; opp. ἀπορροή (efflux), Ti.Locr.102b;τῆς τροφῆς Thphr.CP5.4.6
; κατ' ἐπιρροάν Ti. [dialect] Locr. 101d: metaph., αὔξην τε καὶ ἐ. (sc. νοσημάτων) Pl.Lg. 783b; ἐ. (pl.);ἀνάμνησίς ἐστιν ἐ. φρονήσεως ἀπολιπούσης Pl. Lg. 732b
.3. channel, duct, Hp.Gland.12 (pl.).4. irrigation, Ph.1.249.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρροή
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский